Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐρυσάρματες
ἐρυσίβη
ἐρυσίθριξ
ἐρυσινηΐς
ἐρυσίπτολις
ἐρυσμός
ἐρυστός
ἐρύω
ἐρχατάομαι
ἔρχομαι
ἐρῳδιός
ἐρωέω
ἐρωή
ἐρωμένιον
ἐρώμενος
ἐρῶ
ἔρως
Ἐρωτάριον
ἐρωτάω
ἐρώτημα
ἐρώτησις
View word page
ἐρῳδιός
ἐρῳδιός ἐρωδιός, ὁ, the heron or hern, Lat. ardea, Il., Ar.
ShortDef
the heron
Debugging
Headword:
ἐρῳδιός
Headword (normalized):
ἐρῳδιός
Headword (normalized/stripped):
ερωδιος
IDX:
13270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13275
Key:
e)rw|dio/s
Data
{'content': 'ἐρῳδιός\n ἐρωδιός, ὁ,\n the heron or hern, Lat. ardea, Il., Ar.', 'key': 'e)rw|dio/s'}