Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔρυμα
ἐρυμνόνωτος
ἐρυμνός
ἐρυμνότης
ἐρυσάρματες
ἐρυσίβη
ἐρυσίθριξ
ἐρυσινηΐς
ἐρυσίπτολις
ἐρυσμός
ἐρυστός
ἐρύω
ἐρχατάομαι
ἔρχομαι
ἐρῳδιός
ἐρωέω
ἐρωή
ἐρωμένιον
ἐρώμενος
ἐρῶ
ἔρως
View word page
ἐρυστός
ἐρυστός ἐρυστός, ή, όν drawn, Soph. from ἐρύω
ShortDef
drawn
Debugging
Headword:
ἐρυστός
Headword (normalized):
ἐρυστός
Headword (normalized/stripped):
ερυστος
IDX:
13266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13271
Key:
e)rusto/s
Data
{'content': 'ἐρυστός\n ἐρυστός, ή, όν\n drawn, Soph.\n from ἐρύω', 'key': 'e)rusto/s'}