Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐρύθημα
ἐρυθραίνω
ἐρυθριάω
ἐρυθρόπους
ἐρυθρός
ἐρυκανάω
ἐρύκω
ἔρυμα
ἐρυμνόνωτος
ἐρυμνός
ἐρυμνότης
ἐρυσάρματες
ἐρυσίβη
ἐρυσίθριξ
ἐρυσινηΐς
ἐρυσίπτολις
ἐρυσμός
ἐρυστός
ἐρύω
ἐρχατάομαι
ἔρχομαι
View word page
ἐρυμνότης
ἐρυμνότης ἐρυμνότης, ητος, strength or security of a place, Xen.
ShortDef
strength
Debugging
Headword:
ἐρυμνότης
Headword (normalized):
ἐρυμνότης
Headword (normalized/stripped):
ερυμνοτης
IDX:
13259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13264
Key:
e)rumno/ths
Data
{'content': 'ἐρυμνότης\n ἐρυμνότης, ητος,\n strength or security of a place, Xen.', 'key': 'e)rumno/ths'}