Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑρσήεις
ἔρσην
ἐρυγγάνω
ἐρύγμηλος
ἐρυθαίνω
ἐρύθημα
ἐρυθραίνω
ἐρυθριάω
ἐρυθρόπους
ἐρυθρός
ἐρυκανάω
ἐρύκω
ἔρυμα
ἐρυμνόνωτος
ἐρυμνός
ἐρυμνότης
ἐρυσάρματες
ἐρυσίβη
ἐρυσίθριξ
ἐρυσινηΐς
ἐρυσίπτολις
View word page
ἐρυκανάω
ἐρυκανάω ἐρῡκᾰνάω, to restrain, withhold, Epic part. fem. ἐρυκανόωσʼ Od. imperf. ἐρύκανε from ἐρυκάνω, Od.

ShortDef

to restrain, withhold

Debugging

Headword:
ἐρυκανάω
Headword (normalized):
ἐρυκανάω
Headword (normalized/stripped):
ερυκαναω
IDX:
13254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13259
Key:
e)rukana/w

Data

{'content': 'ἐρυκανάω\n ἐρῡκᾰνάω,\n to restrain, withhold, Epic part. fem. ἐρυκανόωσʼ Od.\n imperf. ἐρύκανε from ἐρυκάνω, Od.', 'key': 'e)rukana/w'}