Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑρπυστής
ἕρπω
ἐρρωμένος
ἔρρω
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσην
ἐρυγγάνω
ἐρύγμηλος
ἐρυθαίνω
ἐρύθημα
ἐρυθραίνω
ἐρυθριάω
ἐρυθρόπους
ἐρυθρός
ἐρυκανάω
ἐρύκω
ἔρυμα
ἐρυμνόνωτος
ἐρυμνός
ἐρυμνότης
View word page
ἐρύθημα
ἐρύθημα from ἐρυθαίνω ἐρύθημα, ατος, τό, a redness on the skin, Thuc.; ἐρ. προσώπου a blush, Eur.:—absol. redness, Xen.
ShortDef
a redness on the skin
Debugging
Headword:
ἐρύθημα
Headword (normalized):
ἐρύθημα
Headword (normalized/stripped):
ερυθημα
IDX:
13249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13254
Key:
e)ru/qhma
Data
{'content': 'ἐρύθημα\n from ἐρυθαίνω\n ἐρύθημα, ατος, τό,\n a redness on the skin, Thuc.; ἐρ. προσώπου a blush, Eur.:—absol. redness, Xen.', 'key': 'e)ru/qhma'}