Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑρπύζω
ἕρπυλλος
ἑρπυστής
ἕρπω
ἐρρωμένος
ἔρρω
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσην
ἐρυγγάνω
ἐρύγμηλος
ἐρυθαίνω
ἐρύθημα
ἐρυθραίνω
ἐρυθριάω
ἐρυθρόπους
ἐρυθρός
ἐρυκανάω
ἐρύκω
ἔρυμα
ἐρυμνόνωτος
View word page
ἐρύγμηλος
ἐρύγμηλος ἐρύγμηλος, η, ον ἐρῠγεῖν loud-bellowing, Il.
ShortDef
loud-bellowing
Debugging
Headword:
ἐρύγμηλος
Headword (normalized):
ἐρύγμηλος
Headword (normalized/stripped):
ερυγμηλος
IDX:
13247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13252
Key:
e)ru/gmhlos
Data
{'content': 'ἐρύγμηλος\n ἐρύγμηλος, η, ον\n ἐρῠγεῖν\n loud-bellowing, Il.', 'key': 'e)ru/gmhlos'}