Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκομένιος
ἄλαλος
ἀλαλύκτημαι
ἀλάμπετος
ἀλαμπής
ἀλάομαι
ἀλαοσκοπιά
ἀλαός
ἀλαόω
ἀλαπαδνός
ἀλαπάζω
ἅλας
ἀλαστέω
ἀλάστορος
ἄλαστος
ἀλάστωρ
ἁλάτιον
View word page
ἀλαοσκοπιά
ἀλαοσκοπιά σκοπέω a blind, i. e. useless, careless, watch, Hom., Hes.

ShortDef

a blind (careless) watch

Debugging

Headword:
ἀλαοσκοπιά
Headword (normalized):
ἀλαοσκοπιά
Headword (normalized/stripped):
αλαοσκοπια
IDX:
1325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1325
Key:
a)laoskopia/

Data

{'content': 'ἀλαοσκοπιά\n σκοπέω\n a blind, i. e. useless, careless, watch, Hom., Hes.', 'key': 'a)laoskopia/'}