Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἐρξείης
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἔροτις
ἑρπετόν
ἑρπηστής
ἑρπύζω
ἕρπυλλος
ἑρπυστής
ἕρπω
ἐρρωμένος
ἔρρω
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσην
ἐρυγγάνω
ἐρύγμηλος
ἐρυθαίνω
ἐρύθημα
View word page
ἑρπυστής
ἑρπυστής ἑρπυστής, οῦ, ἑρπύζω a crawling child, Anth.

ShortDef

a crawling child

Debugging

Headword:
ἑρπυστής
Headword (normalized):
ἑρπυστής
Headword (normalized/stripped):
ερπυστης
IDX:
13239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13244
Key:
e(rpusth/s

Data

{'content': 'ἑρπυστής\n ἑρπυστής, οῦ,\n ἑρπύζω\n a crawling child, Anth.', 'key': 'e(rpusth/s'}