Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑρμογλύφος
Ἑρμοκοπίδης
ἔρνος
Ἐρξείης
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἔροτις
ἑρπετόν
ἑρπηστής
ἑρπύζω
ἕρπυλλος
ἑρπυστής
ἕρπω
ἐρρωμένος
ἔρρω
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσην
ἐρυγγάνω
View word page
ἑρπηστής
ἑρπηστής ἑρπηστής, οῦ, = ἑρπετόν, of a mouse, Anth. adj. creeping, Anth.

ShortDef

creeping

Debugging

Headword:
ἑρπηστής
Headword (normalized):
ἑρπηστής
Headword (normalized/stripped):
ερπηστης
IDX:
13236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13241
Key:
e(rphsth/s

Data

{'content': 'ἑρπηστής\n ἑρπηστής, οῦ,\n = ἑρπετόν, of a mouse, Anth.\n adj. creeping, Anth.', 'key': 'e(rphsth/s'}