Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑρμογλυφικός
ἑρμογλύφος
Ἑρμοκοπίδης
ἔρνος
Ἐρξείης
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἔροτις
ἑρπετόν
ἑρπηστής
ἑρπύζω
ἕρπυλλος
ἑρπυστής
ἕρπω
ἐρρωμένος
ἔρρω
ἕρση
ἑρσήεις
ἔρσην
View word page
ἑρπετόν
ἑρπετόν ἕρπω a walking animal, quadruped, Od.; ἑρπετά, opp. to πετεινά, Hdt. a creeping thing, reptile, Eur., etc.
ShortDef
a walking animal, quadruped
Debugging
Headword:
ἑρπετόν
Headword (normalized):
ἑρπετόν
Headword (normalized/stripped):
ερπετον
IDX:
13235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13240
Key:
e(rpeto/n
Data
{'content': 'ἑρπετόν\n ἕρπω\n a walking animal, quadruped, Od.; ἑρπετά, opp. to πετεινά, Hdt.\n a creeping thing, reptile, Eur., etc.', 'key': 'e(rpeto/n'}