Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἑρμῄδιον
ἑρμηνεία
ἑρμήνευμα
ἑρμηνεύς
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύω
Ἑρμῆς
Ἑρμίδιον
ἑρμίς
ἑρμογλυφεῖον
ἑρμογλυφεύς
ἑρμογλυφικός
ἑρμογλύφος
Ἑρμοκοπίδης
ἔρνος
Ἐρξείης
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἔροτις
View word page
ἑρμογλυφεύς
ἑρμογλυφεύς ἑρμο-γλῠφεύς, έως, a carver of Hermae: generally, a statuary, Luc.

ShortDef

a carver of Hermae

Debugging

Headword:
ἑρμογλυφεύς
Headword (normalized):
ἑρμογλυφεύς
Headword (normalized/stripped):
ερμογλυφευς
IDX:
13224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13229
Key:
e(rmoglufeu/s

Data

{'content': 'ἑρμογλυφεύς\n ἑρμο-γλῠφεύς, έως,\n a carver of Hermae: generally, a statuary, Luc.', 'key': 'e(rmoglufeu/s'}