Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἑρμαῖος
Ἑρμαφρόδιτος
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνεία
ἑρμήνευμα
ἑρμηνεύς
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύω
Ἑρμῆς
Ἑρμίδιον
ἑρμίς
ἑρμογλυφεῖον
ἑρμογλυφεύς
ἑρμογλυφικός
ἑρμογλύφος
Ἑρμοκοπίδης
ἔρνος
Ἐρξείης
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
View word page
ἑρμίς
ἑρμίς a bed-post, Od.

ShortDef

a bed-post (LSJ ἑρμίν)

Debugging

Headword:
ἑρμίς
Headword (normalized):
ἑρμίς
Headword (normalized/stripped):
ερμις
IDX:
13222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13227
Key:
e(rmi/s

Data

{'content': 'ἑρμίς\n a bed-post, Od.', 'key': 'e(rmi/s'}