Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλάλημαι
ἀλαλή
ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκομένιος
ἄλαλος
ἀλαλύκτημαι
ἀλάμπετος
ἀλαμπής
ἀλάομαι
ἀλαοσκοπιά
ἀλαός
ἀλαόω
ἀλαπαδνός
ἀλαπάζω
ἅλας
ἀλαστέω
View word page
ἀλαλύκτημαι
ἀλαλύκτημαι cf. ἀλυκτάζω. a perf. formed by redupl. from *ἀλυκτέω. to be sore distressed, Il.

ShortDef

to be sore distressed

Debugging

Headword:
ἀλαλύκτημαι
Headword (normalized):
ἀλαλύκτημαι
Headword (normalized/stripped):
αλαλυκτημαι
IDX:
1321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1321
Key:
a)lalu/kthmai

Data

{'content': 'ἀλαλύκτημαι\n cf. ἀλυκτάζω.\n a perf. formed by redupl. from *ἀλυκτέω.\n to be sore distressed, Il.', 'key': 'a)lalu/kthmai'}