Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐρημολάλος
ἐρημονόμος
ἐρημόπολις
ἐρῆμος
ἐρημοσύνη
ἐρημοφίλης
ἐρημόω
ἐρημωτής
ἐρητύω
ἐριαύχην
ἐριβόας
ἐριβρεμέτης
ἐριβρεμής
ἐρίβρομος
ἐριβρύχης
ἐρίβρυχος
ἐριβῶλαξ
ἐρίγδουπος
ἐριδαίνω
ἐριδμαίνω
ἐρίδματος
View word page
ἐριβόας
ἐριβόας ἐρι-βόας, ου, βοάω loud-shouting, Anth.

ShortDef

loud-shouting

Debugging

Headword:
ἐριβόας
Headword (normalized):
ἐριβόας
Headword (normalized/stripped):
εριβοας
IDX:
13159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13164
Key:
e)ribo/as

Data

{'content': 'ἐριβόας\n ἐρι-βόας, ου,\n βοάω\n loud-shouting, Anth.', 'key': 'e)ribo/as'}