Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐρημία
ἐρημιάς
ἐρημοκόμης
ἐρημολάλος
ἐρημονόμος
ἐρημόπολις
ἐρῆμος
ἐρημοσύνη
ἐρημοφίλης
ἐρημόω
ἐρημωτής
ἐρητύω
ἐριαύχην
ἐριβόας
ἐριβρεμέτης
ἐριβρεμής
ἐρίβρομος
ἐριβρύχης
ἐρίβρυχος
ἐριβῶλαξ
ἐρίγδουπος
View word page
ἐρημωτής
ἐρημωτής ἐρημωτής, οῦ, ἐρημόω a desolator, Anth.
ShortDef
a desolator
Debugging
Headword:
ἐρημωτής
Headword (normalized):
ἐρημωτής
Headword (normalized/stripped):
ερημωτης
IDX:
13156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13161
Key:
e)rhmwth/s
Data
{'content': 'ἐρημωτής\n ἐρημωτής, οῦ,\n ἐρημόω\n a desolator, Anth.', 'key': 'e)rhmwth/s'}