Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλαζονικός
ἀλαζών
ἀλαίνω
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλάλημαι
ἀλαλή
ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκομένιος
ἄλαλος
ἀλαλύκτημαι
ἀλάμπετος
ἀλαμπής
ἀλάομαι
ἀλαοσκοπιά
ἀλαός
View word page
ἀλάλητος
ἀλάλητος λαλέω unutterable, Anth., NTest.

ShortDef

unutterable

Debugging

Headword:
ἀλάλητος
Headword (normalized):
ἀλάλητος
Headword (normalized/stripped):
αλαλητος
IDX:
1316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1316
Key:
a)la/lhtos

Data

{'content': 'ἀλάλητος\n λαλέω\n unutterable, Anth., NTest.', 'key': 'a)la/lhtos'}