Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐρημάζω
ἐρημαῖος
ἐρημία
ἐρημιάς
ἐρημοκόμης
ἐρημολάλος
ἐρημονόμος
ἐρημόπολις
ἐρῆμος
ἐρημοσύνη
ἐρημοφίλης
ἐρημόω
ἐρημωτής
ἐρητύω
ἐριαύχην
ἐριβόας
ἐριβρεμέτης
ἐριβρεμής
ἐρίβρομος
ἐριβρύχης
ἐρίβρυχος
View word page
ἐρημοφίλης
ἐρημοφίλης ἐρημο-φίλης (ῐ), ου, φιλέω loving solitude, Anth.
ShortDef
loving solitude
Debugging
Headword:
ἐρημοφίλης
Headword (normalized):
ἐρημοφίλης
Headword (normalized/stripped):
ερημοφιλης
IDX:
13154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13159
Key:
e)rhmofi/lhs
Data
{'content': 'ἐρημοφίλης\n ἐρημο-φίλης (ῐ), ου,\n φιλέω\n loving solitude, Anth.', 'key': 'e)rhmofi/lhs'}