Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐρεσχηλέω
ἐρέτης
ἐρετικός
ἐρετμόν
ἐρετμόω
Ἐρετριεύς
ἐρεύγομαι
ἐρευθέδανον
ἐρευθέω
ἐρεύθω
ἔρευνα
ἐρευνάω
ἐρευνητέος
ἐρέφω
Ἐρεχθεῖδαι
Ἐρεχθεύς
ἐρέχθω
ἔρεψις
ἐρέω
ἐρημάζω
ἐρημαῖος
View word page
ἔρευνα
ἔρευνα ἔρευνα, ης, ἡ, ἔρομαι inquiry, search, ἔρ. ἔχειν τινός to make search for one, Soph.; ᾄσσειν εἰς ἔρευναν Eur.
ShortDef
inquiry, search
Debugging
Headword:
ἔρευνα
Headword (normalized):
ἔρευνα
Headword (normalized/stripped):
ερευνα
IDX:
13135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13140
Key:
e)/reuna
Data
{'content': 'ἔρευνα\n ἔρευνα, ης, ἡ,\n ἔρομαι\n inquiry, search, ἔρ. ἔχειν τινός to make search for one, Soph.; ᾄσσειν εἰς ἔρευναν Eur.', 'key': 'e)/reuna'}