Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐρείπιον
ἐρείπω
ἔρεισμα
ἐρείψιμος
ἐρειψίτοιχος
ἐρεμνός
ἐρέπτομαι
ἐρέσσω
ἐρεσχηλέω
ἐρέτης
ἐρετικός
ἐρετμόν
ἐρετμόω
Ἐρετριεύς
ἐρεύγομαι
ἐρευθέδανον
ἐρευθέω
ἐρεύθω
ἔρευνα
ἐρευνάω
ἐρευνητέος
View word page
ἐρετικός
ἐρετικός from ἐρέτης ἐρετικός, ή, όν of or for rowers, ἐρ. πληρώματα crews of rowers, Plut.

ShortDef

of or for rowers or rowing

Debugging

Headword:
ἐρετικός
Headword (normalized):
ἐρετικός
Headword (normalized/stripped):
ερετικος
IDX:
13127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13132
Key:
e)retiko/s

Data

{'content': 'ἐρετικός\n from ἐρέτης\n ἐρετικός, ή, όν\n of or for rowers, ἐρ. πληρώματα crews of rowers, Plut.', 'key': 'e)retiko/s'}