Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁλάδρομος
ἀλαζονεία
ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονικός
ἀλαζών
ἀλαίνω
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλάλημαι
ἀλαλή
ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκομένιος
ἄλαλος
ἀλαλύκτημαι
ἀλάμπετος
View word page
ἀλαλαί
ἀλαλαί exclam. of joy, Ar.
ShortDef
exclamation of joy, a battle cry, a cry of pain
Debugging
Headword:
ἀλαλαί
Headword (normalized):
ἀλαλαί
Headword (normalized/stripped):
αλαλαι
IDX:
1312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1312
Key:
a)lalai/
Data
{'content': 'ἀλαλαί\n exclam. of joy, Ar.', 'key': 'a)lalai/'}