Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐράω
ἐργάζομαι
ἐργαθεῖν
ἐργαλεῖον
ἐργασείω
ἐργασία
ἐργάσιμος
ἐργαστέος
ἐργαστήριον
ἐργαστήρ
ἐργαστικός
ἐργατήσιος
ἐργάτης
ἐργατικός
ἐργατίνης
ἐργάτις
ἔργμα
ἐργοδότης
ἐργολαβέω
ἐργολάβος
ἔργον
View word page
ἐργαστικός
ἐργαστικός ἐργαστικός, ή, όν ἐργάζομαι able to work, working, industrious, Plat., Xen.

ShortDef

able to work, working, industrious

Debugging

Headword:
ἐργαστικός
Headword (normalized):
ἐργαστικός
Headword (normalized/stripped):
εργαστικος
IDX:
13088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13091
Key:
e)rgastiko/s

Data

{'content': 'ἐργαστικός\n ἐργαστικός, ή, όν\n ἐργάζομαι\n able to work, working, industrious, Plat., Xen.', 'key': 'e)rgastiko/s'}