Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐρατός
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐράω
ἐράω
ἐργάζομαι
ἐργαθεῖν
ἐργαλεῖον
ἐργασείω
ἐργασία
ἐργάσιμος
ἐργαστέος
ἐργαστήριον
ἐργαστήρ
ἐργαστικός
ἐργατήσιος
ἐργάτης
ἐργατικός
ἐργατίνης
ἐργάτις
ἔργμα
View word page
ἐργάσιμος
ἐργάσιμος ἐργάσιμος (ᾰ), ον ἐργάζομαι of land, arable, Xen., etc.
ShortDef
arable
Debugging
Headword:
ἐργάσιμος
Headword (normalized):
ἐργάσιμος
Headword (normalized/stripped):
εργασιμος
IDX:
13084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13087
Key:
e)rga/simos
Data
{'content': 'ἐργάσιμος\n ἐργάσιμος (ᾰ), ον\n ἐργάζομαι\n of land, arable, Xen., etc.', 'key': 'e)rga/simos'}