Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐράω
ἐράω
ἐργάζομαι
ἐργαθεῖν
ἐργαλεῖον
ἐργασείω
ἐργασία
ἐργάσιμος
ἐργαστέος
ἐργαστήριον
ἐργαστήρ
ἐργαστικός
ἐργατήσιος
ἐργάτης
ἐργατικός
ἐργατίνης
View word page
ἐργασείω
ἐργασείω ἐργᾰσείω, Desiderat. of ἐργάζομαι, to be about to do, Soph.
ShortDef
to be about to do
Debugging
Headword:
ἐργασείω
Headword (normalized):
ἐργασείω
Headword (normalized/stripped):
εργασειω
IDX:
13082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13085
Key:
e)rgasei/w
Data
{'content': 'ἐργασείω\n ἐργᾰσείω,\n Desiderat. of ἐργάζομαι, to be about to do, Soph.', 'key': 'e)rgasei/w'}