Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλαβαστοθήκη
ἀλάβαστος
ἀλάβαστρον
ἅλαδε
ἁλάδρομος
ἀλαζονεία
ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονικός
ἀλαζών
ἀλαίνω
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλάλημαι
ἀλαλή
ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
View word page
ἀλαίνω
ἀλαίνω = ἀλάομαι to wander about, Aesch., Eur.; ἀλ. πόδα to wander on foot, Eur.

ShortDef

to wander about

Debugging

Headword:
ἀλαίνω
Headword (normalized):
ἀλαίνω
Headword (normalized/stripped):
αλαινω
IDX:
1308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1308
Key:
a)lai/nw

Data

{'content': 'ἀλαίνω\n = ἀλάομαι\n to wander about, Aesch., Eur.; ἀλ. πόδα to wander on foot, Eur.', 'key': 'a)lai/nw'}