Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστός
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐράω
ἐράω
ἐργάζομαι
ἐργαθεῖν
ἐργαλεῖον
ἐργασείω
ἐργασία
ἐργάσιμος
ἐργαστέος
View word page
ἐρατόχροος
ἐρατόχροος ἐρᾰτό-χρους, ουν χρόα fair of face, Anth.
ShortDef
fair of complexion
Debugging
Headword:
ἐρατόχροος
Headword (normalized):
ἐρατόχροος
Headword (normalized/stripped):
ερατοχροος
IDX:
13075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13078
Key:
e)rato/xrous
Data
{'content': 'ἐρατόχροος\n ἐρᾰτό-χρους, ουν\n χρόα\n fair of face, Anth.', 'key': 'e)rato/xrous'}