Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστός
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐράω
ἐράω
ἐργάζομαι
ἐργαθεῖν
ἐργαλεῖον
ἐργασείω
View word page
ἐρατεινός
ἐρατεινός ἐρᾰτεινός, ή, όν lovely, charming, Hom.; of a man, ἑτάροις ἐρατεινός welcome to his comrades, Od.
ShortDef
lovely, charming
Debugging
Headword:
ἐρατεινός
Headword (normalized):
ἐρατεινός
Headword (normalized/stripped):
ερατεινος
IDX:
13072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13075
Key:
e)rateino/s
Data
{'content': 'ἐρατεινός\n ἐρᾰτεινός, ή, όν\n lovely, charming, Hom.; of a man, ἑτάροις ἐρατεινός welcome to his comrades, Od.', 'key': 'e)rateino/s'}