Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστός
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐράω
ἐράω
ἐργάζομαι
ἐργαθεῖν
ἐργαλεῖον
View word page
ἐραστός
ἐραστός ἐραστός, ή, όν = ἐρατός beloved, lovely, Plat.

ShortDef

beloved, lovely

Debugging

Headword:
ἐραστός
Headword (normalized):
ἐραστός
Headword (normalized/stripped):
εραστος
IDX:
13071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13074
Key:
e)rasto/s

Data

{'content': 'ἐραστός\n ἐραστός, ή, όν\n = ἐρατός\n beloved, lovely, Plat.', 'key': 'e)rasto/s'}