Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπώχατο
ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστός
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐράω
ἐράω
ἐργάζομαι
ἐργαθεῖν
View word page
ἐραστής
ἐραστής ἐραστής, οῦ, ἔραμαι a lover, properly of persons, Ar., etc.:—metaph. of things, τυραννίδος Hdt.; πολέμων Eur.; ἐρ. πραγμάτων πολυπράγμων, Ar.; ἐρ. τοῦ πονεῖν fond of work, Ar.; ἐρ. ἐπαίνου Xen.

ShortDef

a lover

Debugging

Headword:
ἐραστής
Headword (normalized):
ἐραστής
Headword (normalized/stripped):
εραστης
IDX:
13070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13073
Key:
e)rasth/s

Data

{'content': 'ἐραστής\n ἐραστής, οῦ,\n ἔραμαι\n a lover, properly of persons, Ar., etc.:—metaph. of things, τυραννίδος Hdt.; πολέμων Eur.; ἐρ. πραγμάτων πολυπράγμων, Ar.; ἐρ. τοῦ πονεῖν fond of work, Ar.; ἐρ. ἐπαίνου Xen.', 'key': 'e)rasth/s'}