Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστός
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐράω
View word page
ἐρασιχρήματος
ἐρασιχρήματος ἐρᾰσι-χρήματος, ον χρήματα loving money, Xen.

ShortDef

loving money

Debugging

Headword:
ἐρασιχρήματος
Headword (normalized):
ἐρασιχρήματος
Headword (normalized/stripped):
ερασιχρηματος
IDX:
13067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13070
Key:
e)rasixrh/matos

Data

{'content': 'ἐρασιχρήματος\n ἐρᾰσι-χρήματος, ον\n χρήματα\n loving money, Xen.', 'key': 'e)rasixrh/matos'}