Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔπω
ἐπωτίδες
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστός
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐρατόχροος
View word page
ἐραννός
ἐραννός ἐραννός, ή, όν ἐράω lovely, of places, Hom., Theocr.

ShortDef

lovely

Debugging

Headword:
ἐραννός
Headword (normalized):
ἐραννός
Headword (normalized/stripped):
εραννος
IDX:
13065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13068
Key:
e)ranno/s

Data

{'content': 'ἐραννός\n ἐραννός, ή, όν\n ἐράω\n lovely, of places, Hom., Theocr.', 'key': 'e)ranno/s'}