Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπωνύμιος
ἐπώνυμος
ἐπωπάω
ἐπωρύω
ἕπω
ἕπομαι
ἔπω
ἐπωτίδες
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
View word page
ἐπωφελία
ἐπωφελία ἐπωφελία, ἡ, from ἐπωφελέω help, succour, Anth.

ShortDef

help, succour

Debugging

Headword:
ἐπωφελία
Headword (normalized):
ἐπωφελία
Headword (normalized/stripped):
επωφελια
IDX:
13059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13062
Key:
e)pwfeli/a

Data

{'content': 'ἐπωφελία\n ἐπωφελία, ἡ,\n from ἐπωφελέω\n help, succour, Anth.', 'key': 'e)pwfeli/a'}