Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπωνύμιον
ἐπωνύμιος
ἐπώνυμος
ἐπωπάω
ἐπωρύω
ἕπω
ἕπομαι
ἔπω
ἐπωτίδες
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανίζω
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
View word page
ἐπωφέλημα
ἐπωφέλημα from ἐπωφελέω ἐπωφέλημα, ατος, τό, a help, store, βορᾶς Soph.

ShortDef

a help, store

Debugging

Headword:
ἐπωφέλημα
Headword (normalized):
ἐπωφέλημα
Headword (normalized/stripped):
επωφελημα
IDX:
13058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13061
Key:
e)pwfe/lhma

Data

{'content': 'ἐπωφέλημα\n from ἐπωφελέω\n ἐπωφέλημα, ατος, τό,\n a help, store, βορᾶς Soph.', 'key': 'e)pwfe/lhma'}