Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπωθέω
ἐπωλένιος
ἐπωμάδιος
ἐπωμαδόν
ἐπωμίς
ἐπώμοτος
ἐπωνυμία
ἐπωνύμιον
ἐπωνύμιος
ἐπώνυμος
ἐπωπάω
ἐπωρύω
ἕπω
ἕπομαι
ἔπω
ἐπωτίδες
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἔρα
View word page
ἐπωπάω
ἐπωπάω ὠπάομαι to observe, watch, Aesch.
ShortDef
to observe, watch
Debugging
Headword:
ἐπωπάω
Headword (normalized):
ἐπωπάω
Headword (normalized/stripped):
επωπαω
IDX:
13051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13055
Key:
e)pwpa/w
Data
{'content': 'ἐπωπάω\n ὠπάομαι\n to observe, watch, Aesch.', 'key': 'e)pwpa/w'}