Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκωμῴδητος
ἄκων
ἄκωπος
ἀλαβαρχία
ἀλαβαστοθήκη
ἀλάβαστος
ἀλάβαστρον
ἅλαδε
ἁλάδρομος
ἀλαζονεία
ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονικός
ἀλαζών
ἀλαίνω
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλάλημαι
ἀλαλή
View word page
ἀλαζόνευμα
ἀλαζόνευμα from ἀλαζονεύομαι an imposture, piece of quackery, Ar., etc.
ShortDef
an imposture, piece of quackery
Debugging
Headword:
ἀλαζόνευμα
Headword (normalized):
ἀλαζόνευμα
Headword (normalized/stripped):
αλαζονευμα
IDX:
1304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1304
Key:
a)lazo/neuma
Data
{'content': 'ἀλαζόνευμα\n from ἀλαζονεύομαι\n an imposture, piece of quackery, Ar., etc.', 'key': 'a)lazo/neuma'}