ἑπτακαιεικοσέτης
ἑπτακαιεικοσέτης
from ἑπτακαιείκοσι
ἑπτακαιεικοσ-έτης, ες
twenty-seven years old, Anth.
{ "content": "ἑπτακαιεικοσέτης\n from ἑπτακαιείκοσι\n ἑπτακαιεικοσ-έτης, ες\n twenty-seven years old, Anth.", "key": "e(ptakaieikose/ths" }