Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐποχέομαι
ἐποχετεύω
ἐποχή
ἐποχθίδιος
ἔποχον
ἔποχος
ἐποψίδιος
ἐπόψιμος
ἐπόψιος
ἔποψις
ἔποψ
ἑπταβόειος
ἑπτάβοιος
ἑπτάδραχμος
ἑπταέτης
ἑπταετής
ἑπτακαίδεκα
ἑπτακαιδεκάπους
ἑπτακαιδέκατος
ἑπτακαιεικοσέτης
ἑπτακαιείκοσι
View word page
ἔποψ
ἔποψ .ἔποψ, οπος, ὁ, the hoopoe, Lat. upupa, Ar.

ShortDef

the hoopoe

Debugging

Headword:
ἔποψ
Headword (normalized):
ἔποψ
Headword (normalized/stripped):
εποψ
IDX:
13001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13005
Key:
e)/poy

Data

{'content': 'ἔποψ\n .ἔποψ, οπος, ὁ,\n the hoopoe, Lat. upupa, Ar.', 'key': 'e)/poy'}