Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄατος
ἀάω
ἀβακέω
ἀβακής
ἀβάκχευτος
ἄβαλε
ἀβαρής
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἄβατος
ἀββα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἀβέβαιος
ἀβέβηλος
ἀβελτερία
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
View word page
ἀβάστακτος
ἀβάστακτος βαστάζω not to be carried, Plut.
ShortDef
not to be carried
Debugging
Headword:
ἀβάστακτος
Headword (normalized):
ἀβάστακτος
Headword (normalized/stripped):
αβαστακτος
IDX:
13
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13
Key:
a)ba/staktos
Data
{'content': 'ἀβάστακτος\n βαστάζω\n not to be carried, Plut.', 'key': 'a)ba/staktos'}