Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐποτοτύζω
ἐποτρύνω
ἐπουραῖος
ἐπουράνιος
ἐπουριάζω
ἐπουρίζω
ἔπουρος
ἐποφείλω
ἐποφθαλμιάω
ἐποχέομαι
ἐποχετεύω
ἐποχή
ἐποχθίδιος
ἔποχον
ἔποχος
ἐποψίδιος
ἐπόψιμος
ἐπόψιος
ἔποψις
ἔποψ
ἑπταβόειος
View word page
ἐποχετεύω
ἐποχετεύω fut. σω to carry water by sluices or courses, Lat. derivare, Plat.
ShortDef
to carry
Debugging
Headword:
ἐποχετεύω
Headword (normalized):
ἐποχετεύω
Headword (normalized/stripped):
εποχετευω
IDX:
12992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12996
Key:
e)poxeteu/w
Data
{'content': 'ἐποχετεύω\n fut. σω\n to carry water by sluices or courses, Lat. derivare, Plat.', 'key': 'e)poxeteu/w'}