Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπορούω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποτοτύζω
ἐποτρύνω
ἐπουραῖος
ἐπουράνιος
ἐπουριάζω
ἐπουρίζω
ἔπουρος
ἐποφείλω
ἐποφθαλμιάω
ἐποχέομαι
ἐποχετεύω
ἐποχή
ἐποχθίδιος
ἔποχον
ἔποχος
ἐποψίδιος
ἐπόψιμος
ἐπόψιος
View word page
ἐποφείλω
ἐποφείλω to owe besides or still, Thuc.
ShortDef
to owe besides
Debugging
Headword:
ἐποφείλω
Headword (normalized):
ἐποφείλω
Headword (normalized/stripped):
εποφειλω
IDX:
12989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12993
Key:
e)pofei/lw
Data
{'content': 'ἐποφείλω\n to owe besides or still, Thuc.', 'key': 'e)pofei/lw'}