Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποτοτύζω
ἐποτρύνω
ἐπουραῖος
ἐπουράνιος
ἐπουριάζω
ἐπουρίζω
ἔπουρος
ἐποφείλω
ἐποφθαλμιάω
ἐποχέομαι
ἐποχετεύω
ἐποχή
ἐποχθίδιος
ἔποχον
View word page
ἐπουράνιος
ἐπουράνιος ἐπ-ουράνιος, ον in heaven, heavenly, Hom. οἱ ἐπουράνιοι the gods above, Theocr.:— τὰ ἐπ. the phenomena of the heavens, Plat.
ShortDef
in heaven, heavenly
Debugging
Headword:
ἐπουράνιος
Headword (normalized):
ἐπουράνιος
Headword (normalized/stripped):
επουρανιος
IDX:
12985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12989
Key:
e)poura/nios
Data
{'content': 'ἐπουράνιος\n ἐπ-ουράνιος, ον\n in heaven, heavenly, Hom.\n οἱ ἐπουράνιοι the gods above, Theocr.:— τὰ ἐπ. the phenomena of the heavens, Plat.', 'key': 'e)poura/nios'}