Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐποράω
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποτοτύζω
ἐποτρύνω
ἐπουραῖος
ἐπουράνιος
ἐπουριάζω
ἐπουρίζω
ἔπουρος
ἐποφείλω
ἐποφθαλμιάω
ἐποχέομαι
ἐποχετεύω
ἐποχή
ἐποχθίδιος
View word page
ἐπουραῖος
ἐπουραῖος ἐπ-ουραῖος, α, ον οὐρά on the tail, Anth.
ShortDef
on the tail
Debugging
Headword:
ἐπουραῖος
Headword (normalized):
ἐπουραῖος
Headword (normalized/stripped):
επουραιος
IDX:
12984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12988
Key:
e)pourai=os
Data
{'content': 'ἐπουραῖος\n ἐπ-ουραῖος, α, ον\n οὐρά\n on the tail, Anth.', 'key': 'e)pourai=os'}