Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποράω
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποτοτύζω
ἐποτρύνω
ἐπουραῖος
ἐπουράνιος
ἐπουριάζω
ἐπουρίζω
ἔπουρος
ἐποφείλω
ἐποφθαλμιάω
ἐποχέομαι
ἐποχετεύω
View word page
ἐποτοτύζω
ἐποτοτύζω fut. ξω to yell out, utter lamentably, Eur.
ShortDef
to yell out, utter lamentably
Debugging
Headword:
ἐποτοτύζω
Headword (normalized):
ἐποτοτύζω
Headword (normalized/stripped):
εποτοτυζω
IDX:
12982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12986
Key:
e)pototu/zw
Data
{'content': 'ἐποτοτύζω\n fut. ξω\n to yell out, utter lamentably, Eur.', 'key': 'e)pototu/zw'}