Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐποποιός
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἐποποῖ
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποράω
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποτοτύζω
ἐποτρύνω
ἐπουραῖος
ἐπουράνιος
ἐπουριάζω
ἐπουρίζω
View word page
ἐπορθοβοάω
ἐπορθοβοάω to lift up a cry, Eur. El. (s.v.l.) LSJ supp
ShortDef
to lift up a cry (LSJ supp)
Debugging
Headword:
ἐπορθοβοάω
Headword (normalized):
ἐπορθοβοάω
Headword (normalized/stripped):
επορθοβοαω
IDX:
12977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12981
Key:
e)porqoboa/w
Data
{'content': 'ἐπορθοβοάω\n to lift up a cry, Eur. El. (s.v.l.) LSJ supp', 'key': 'e)porqoboa/w'}