Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποιία
ἐποποιός
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἐποποῖ
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποράω
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποτοτύζω
ἐποτρύνω
View word page
ἐποπτικός
ἐποπτικός from ἐπόπτης ἐποπτικός, ή, όν of or for an ἐπόπτης, τὰ τέλεα καὶ ἐπ. the highest mysteries, Plat.

ShortDef

of or for an ἐπόπτης, someone initiated

Debugging

Headword:
ἐποπτικός
Headword (normalized):
ἐποπτικός
Headword (normalized/stripped):
εποπτικος
IDX:
12973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12977
Key:
e)poptiko/s

Data

{'content': 'ἐποπτικός\n from ἐπόπτης\n ἐποπτικός, ή, όν\n of or for an ἐπόπτης, τὰ τέλεα καὶ ἐπ. the highest mysteries, Plat.', 'key': 'e)poptiko/s'}