ἐπόπτης
ἐπόπτης, ου,
ἐπόψομαι, fut. of ἐφοράω
an overseer, watcher, ἐπ. πόνων a spectator, Aesch.; ἐπ. τῶν στρατηγουμένων Dem.
one admitted to the highest mysteries, Plut.
{'content': 'ἐπόπτης\n ἐπόπτης, ου,\n ἐπόψομαι, fut. of ἐφοράω\n an overseer, watcher, ἐπ. πόνων a spectator, Aesch.; ἐπ. τῶν στρατηγουμένων Dem.\n one admitted to the highest mysteries, Plut.', 'key': 'e)po/pths'}