Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπομφάλιος
ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποιία
ἐποποιός
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἐποποῖ
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποράω
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποτοτύζω
View word page
ἐπόπτης
ἐπόπτης ἐπόπτης, ου, ἐπόψομαι, fut. of ἐφοράω an overseer, watcher, ἐπ. πόνων a spectator, Aesch.; ἐπ. τῶν στρατηγουμένων Dem. one admitted to the highest mysteries, Plut.

ShortDef

an overseer, watcher

Debugging

Headword:
ἐπόπτης
Headword (normalized):
ἐπόπτης
Headword (normalized/stripped):
εποπτης
IDX:
12972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12976
Key:
e)po/pths

Data

{'content': 'ἐπόπτης\n ἐπόπτης, ου,\n ἐπόψομαι, fut. of ἐφοράω\n an overseer, watcher, ἐπ. πόνων a spectator, Aesch.; ἐπ. τῶν στρατηγουμένων Dem.\n one admitted to the highest mysteries, Plut.', 'key': 'e)po/pths'}