Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔπομβρος
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποιία
ἐποποιός
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἐποποῖ
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποράω
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐπορχέομαι
View word page
ἐποποῖ
ἐποποῖ a cry to mimic that of the hoopoe (ἔποψ) , Ar.
ShortDef
hoopoe
Debugging
Headword:
ἐποποῖ
Headword (normalized):
ἐποποῖ
Headword (normalized/stripped):
εποποι
IDX:
12970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12974
Key:
e)popoi=
Data
{'content': 'ἐποποῖ\n a cry to mimic that of the hoopoe (ἔποψ) , Ar.', 'key': 'e)popoi='}