Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπομβρέω
ἐπομβρία
ἔπομβρος
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποιία
ἐποποιός
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἐποποῖ
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποράω
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπόρνυμι
View word page
ἐποπτάω
ἐποπτάω fut. ήσω to roast besides or after, Od.
ShortDef
to roast besides
Debugging
Headword:
ἐποπτάω
Headword (normalized):
ἐποπτάω
Headword (normalized/stripped):
εποπταω
IDX:
12968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12972
Key:
e)popta/w
Data
{'content': 'ἐποπτάω\n fut. ήσω\n to roast besides or after, Od.', 'key': 'e)popta/w'}