Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐποκριόεις
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπομβρέω
ἐπομβρία
ἔπομβρος
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποιία
ἐποποιός
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἐποποῖ
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποράω
ἐπορέγω
View word page
ἐποπίζομαι
ἐποπίζομαι only in pres. and imperf. Dep., to regard with awe, to reverence, Od., Theogn.

ShortDef

to regard with awe, to reverence

Debugging

Headword:
ἐποπίζομαι
Headword (normalized):
ἐποπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εποπιζομαι
IDX:
12965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12969
Key:
e)popi/zomai

Data

{'content': 'ἐποπίζομαι\n only in pres. and imperf.\n Dep., to regard with awe, to reverence, Od., Theogn.', 'key': 'e)popi/zomai'}