Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐποίχομαι
ἐποκέλλω
ἐποκριόεις
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπομβρέω
ἐπομβρία
ἔπομβρος
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποιία
ἐποποιός
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἐποποῖ
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
View word page
ἐπονείδιστος
ἐπονείδιστος ἐπ-ονείδιστος, ον ὀνειδίζω to be reproached, shameful, ignominious, Eur., Plat.; ἐπονείδιστόν ἐστι is matter of reproach, Dem.

ShortDef

to be reproached, shameful, ignominious

Debugging

Headword:
ἐπονείδιστος
Headword (normalized):
ἐπονείδιστος
Headword (normalized/stripped):
επονειδιστος
IDX:
12963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12967
Key:
e)ponei/distos

Data

{'content': 'ἐπονείδιστος\n ἐπ-ονείδιστος, ον\n ὀνειδίζω\n to be reproached, shameful, ignominious, Eur., Plat.; ἐπονείδιστόν ἐστι is matter of reproach, Dem.', 'key': 'e)ponei/distos'}