Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποκέλλω
ἐποκριόεις
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπομβρέω
ἐπομβρία
ἔπομβρος
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποιία
ἐποποιός
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
View word page
ἐπομβρία
ἐπομβρία ἐπομβρία, ἡ, heavy rain, abundance of wet, wet weather, Ar. from ἔπομβρος

ShortDef

heavy rain, abundance of wet, wet weather

Debugging

Headword:
ἐπομβρία
Headword (normalized):
ἐπομβρία
Headword (normalized/stripped):
επομβρια
IDX:
12959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12963
Key:
e)pombri/a

Data

{'content': 'ἐπομβρία\n ἐπομβρία, ἡ,\n heavy rain, abundance of wet, wet weather, Ar.\n from ἔπομβρος', 'key': 'e)pombri/a'}